- ἐνθέρμων
- ἔνθερμοςhotmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκουτλάριος — (I) ὁ, Α κατασκευαστής ψηφιδωτών ή χρωματιστών ψηφίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutularius (< λατ. scutula), βλ. λ. σκούτλα]. (II) ὁ, Α ειδικότητα των ξιφομάχων ή κατηγορία ένθερμων οπαδών τών ξιφομάχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutula «σκυτάλη» (βλ. λ … Dictionary of Greek
Σπερόνι, Σπερόνε — (Speroni). Ιταλός συγγραφέας και άνθρωπος των γραμμάτων (Πάντοβα 1500 1588). Σπούδασε στην Μπολόνια στη σχολή του Πιέτρο Πομπονάτσι και κατέλαβε την έδρα του της φιλοσοφίας και της λογικής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Μέλος της Ακαδημίας των… … Dictionary of Greek
Φαμπρ, Λισιέν — (Fabre, Παμπλόν 1889 – Παρίσι 1952). Γάλλος συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Μαλαρμέ και του Πολ Βαλερί. Δημοσίευσε δυο σπουδαίες ποιητικές συλλογές: Γνωριμία της θεάς (1920) και Βανίκορος (1930). Η φήμη του επεκτάθηκε όταν πήρε το βραβείο Γκονκούρ … Dictionary of Greek